ατροπίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατροπίνη οι ατροπίνες
      γενική της ατροπίνης των ατροπινών
    αιτιατική την ατροπίνη τις ατροπίνες
     κλητική ατροπίνη ατροπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατροπίνη < Άτροπος

Ουσιαστικό

ατροπίνη θηλυκό

  1. (βοτανική): δηλητηριώδης χημική ουσία που παράγεται από το φυτό μπελαντόνα.
  2. (φαρμακευτική): ως φυσικό αλκαλοειδές χρησιμοποιείται σε θεραπευτικές αγωγές πριν από την αναισθησία, σε θεραπεία έλκους στομάχου, κολικού του νεφρού, της χολής κ.λπ.. υπαγόμενη στις αμιγείς ουσίες της κατηγορίας των αντιχολινεργικών.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.