μπαστάρδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπαστάρδικος | η | μπαστάρδικη | το | μπαστάρδικο |
| γενική | του | μπαστάρδικου | της | μπαστάρδικης | του | μπαστάρδικου |
| αιτιατική | τον | μπαστάρδικο | την | μπαστάρδικη | το | μπαστάρδικο |
| κλητική | μπαστάρδικε | μπαστάρδικη | μπαστάρδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπαστάρδικοι | οι | μπαστάρδικες | τα | μπαστάρδικα |
| γενική | των | μπαστάρδικων | των | μπαστάρδικων | των | μπαστάρδικων |
| αιτιατική | τους | μπαστάρδικους | τις | μπαστάρδικες | τα | μπαστάρδικα |
| κλητική | μπαστάρδικοι | μπαστάρδικες | μπαστάρδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπαστάρδικος < μπάσταρδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.