μπασίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπασίνα | οι | μπασίνες |
| γενική | της | μπασίνας | των | μπασινών |
| αιτιατική | την | μπασίνα | τις | μπασίνες |
| κλητική | μπασίνα | μπασίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπασίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bassin < παλαιά γαλλική bacin < δημώδης λατινική baccinus / baccinum < baccus < γαλατική *bacca
Ουσιαστικό
μπασίνα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.