μπανκαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπανκαδόρος | οι | μπανκαδόροι |
| γενική | του | μπανκαδόρου | των | μπανκαδόρων |
| αιτιατική | τον | μπανκαδόρο | τους | μπανκαδόρους |
| κλητική | μπανκαδόρε | μπανκαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπανκαδόρος < μπάγκα + -αδόρος < ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-
Μεταφράσεις
μπανκαδόρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.