μπαγκαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαγκαδόρος | οι | μπαγκαδόροι |
| γενική | του | μπαγκαδόρου | των | μπαγκαδόρων |
| αιτιατική | τον | μπαγκαδόρο | τους | μπαγκαδόρους |
| κλητική | μπαγκαδόρε | μπαγκαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαγκαδόρος < μπάγκα + -αδόρος < ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-
Ουσιαστικό
μπαγκαδόρος αρσενικό
- (χαρτοπαιξία) κάποιος που έχει (ή κάνει) την μπάγκα σε χαρτοπαικτική λέσχη ή αλλού
Μεταφράσεις
μπαγκαδόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.