μπακιρτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπακιρτζής | οι | μπακιρτζήδες |
| γενική | του | μπακιρτζή | των | μπακιρτζήδων |
| αιτιατική | τον | μπακιρτζή | τους | μπακιρτζήδες |
| κλητική | μπακιρτζή | μπακιρτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.ciɾˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κιρ‐τζής
Ουσιαστικό
μπακιρτζής αρσενικό
Συγγενικά
- μπακίρι
- μπακιρικό
- μπακιριό
- Μπακιρτζής (επώνυμο)
- μπακίρωμα
- μπακιρώνω
Μεταφράσεις
μπακιρτζής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.