μπακιρικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπακιρικό | τα | μπακιρικά |
| γενική | του | μπακιρικού | των | μπακιρικών |
| αιτιατική | το | μπακιρικό | τα | μπακιρικά |
| κλητική | μπακιρικό | μπακιρικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπακιρικό < μπακίρι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μπακιρικό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.