μπακίρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακίρι τα μπακίρια
      γενική του μπακιριού των μπακιριών
    αιτιατική το μπακίρι τα μπακίρια
     κλητική μπακίρι μπακίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπακίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bakır < οθωμανική τουρκική باقیر (bakır)

Ουσιαστικό

μπακίρι ουδέτερο

  1. ο χαλκός
  2. (κουζινικά) το χάλκινο μαγειρικό σκεύος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.