μπακιρένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπακιρένιος | η | μπακιρένια | το | μπακιρένιο |
| γενική | του | μπακιρένιου | της | μπακιρένιας | του | μπακιρένιου |
| αιτιατική | τον | μπακιρένιο | την | μπακιρένια | το | μπακιρένιο |
| κλητική | μπακιρένιε | μπακιρένια | μπακιρένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπακιρένιοι | οι | μπακιρένιες | τα | μπακιρένια |
| γενική | των | μπακιρένιων | των | μπακιρένιων | των | μπακιρένιων |
| αιτιατική | τους | μπακιρένιους | τις | μπακιρένιες | τα | μπακιρένια |
| κλητική | μπακιρένιοι | μπακιρένιες | μπακιρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.ciˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κι‐ρέ‐νιος
Μεταφράσεις
μπακιρένιος
|
→ δείτε τη λέξη χάλκινος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.