αρτοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρτοποιία οι αρτοποιίες
      γενική της αρτοποιίας των αρτοποιιών
    αιτιατική την αρτοποιία τις αρτοποιίες
     κλητική αρτοποιία αρτοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρτοποιία < αρχαία ελληνική ἀρτοποιία < ἄρτος + -ποιία

Ουσιαστικό

αρτοποιία θηλυκό

  1. η διαδικασία της παρασκευής ψωμιού
  2. η εγκατάσταση παραγωγής άρτου, το αρτοποιείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.