μούστακος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μούστακος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μούστακος
Ουσιαστικό
μούστακος αρσενικό
- το εντυπωσιακό μουστάκι, σαν να έχει δική του υπόσταση και μάλιστα αρσενική
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μούστακος < μουστάκ(ιν) + -ος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μουστάκιον
Πηγές
- μούστακος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.