σαλαμετλίκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σαλαμετλίκια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | σαλαμετλίκια | ||
| κλητική | σαλαμετλίκια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαλαμετλίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) κεράσματα και ευχές που γίνονταν για να ευχηθούν σε ναυτικούς το «καλό κατευόδιο» ή για να γιορτάσουν την ασφαλή επιστροφή τους
- Ἦσαν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ διὰ ν᾽ ἀποπλεύσωσι, κ᾽ ἐδεξιοῦντο ἕνα συνάδελφόν των, ἐκείνην τὴν ἑσπέραν φθάσαντα αἰσίως μὲ τὴν σκούναν του, τὸν καπετὰν Γιάννην τὸν Ἰμβριώτην· ἔκαμαν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰν τὰ μουσαφιρλίκια, εἶτα ὁ καπετὰν Γιάννης ἠθέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς κάμῃ τὰ σαλαμετλίκια. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αμερικάνος)
Συγγενικά
- σαλαμέτι
Μεταφράσεις
σαλαμετλίκια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.