μουρούνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουρούνα | οι | μουρούνες |
| γενική | της | μουρούνας | των | μουρουνών |
| αιτιατική | τη | μουρούνα | τις | μουρούνες |
| κλητική | μουρούνα | μουρούνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουρούνα < μεσαιωνική ελληνική μουρούνα[1] [2] < λατινική murena < αρχαία ελληνική μύραινα / σμύραινα < μῦρος[3] / σμῦρος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
μουρούνα θηλυκό
- ψάρι της οικογένειας Γαδίδες (Gadidae), στην οποία ανήκει και ο μπακαλιάρος
Συγγενικά
-
μουρούνα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- μουρούνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- μύραινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.