μουρουνόλαδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουρουνόλαδο τα μουρουνόλαδα
      γενική του μουρουνόλαδου των μουρουνόλαδων
    αιτιατική το μουρουνόλαδο τα μουρουνόλαδα
     κλητική μουρουνόλαδο μουρουνόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουρουνόλαδο < μουρούνα + -ο- + λάδι + -ο

Ουσιαστικό

μουρουνόλαδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.