μουρνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουρνιά | οι | μουρνιές |
| γενική | της | μουρνιάς | των | μουρνιών |
| αιτιατική | τη | μουρνιά | τις | μουρνιές |
| κλητική | μουρνιά | μουρνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουρνιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μουρνιά θηλυκό
- (κρητικά, φυτό) μουριά
- ※ Τέτοιο ήταν το καλοκαιριάτικο εκείνο σούρουπο του 1990 στο πατρικό μου, στο στενοσόκακο, στην πάροδο Βαλέστρα (σημερινή οδός Στέλιου Μακράκη) της Καινούργιας Χώρας που βγάζει στη θάλασσα. Η ανυπόφορη ζέστη και η οκνηρία έβγαλε την ολιγομελή παρέα των φίλων έξω στο σκιανιό της αυλής, κάτω από την κρεβατίνα και τη μουρνιά, για ν’ απολαύσει το δροσερό θαλασσινό μαϊστράλι που φυσούσε από το μπουγάζι του στενού.
- Γιώργος Πιτσιτάκης, «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα. Η ζώσα ιστορική μνήμη, οδηγός χάραξης ενός συλλογικού, δημιουργικού μέλλοντος», ιστοσελίδα περιοδικού Κεδρισός· πρόσβαση: 2022-10-13.
- ※ Τέτοιο ήταν το καλοκαιριάτικο εκείνο σούρουπο του 1990 στο πατρικό μου, στο στενοσόκακο, στην πάροδο Βαλέστρα (σημερινή οδός Στέλιου Μακράκη) της Καινούργιας Χώρας που βγάζει στη θάλασσα. Η ανυπόφορη ζέστη και η οκνηρία έβγαλε την ολιγομελή παρέα των φίλων έξω στο σκιανιό της αυλής, κάτω από την κρεβατίνα και τη μουρνιά, για ν’ απολαύσει το δροσερό θαλασσινό μαϊστράλι που φυσούσε από το μπουγάζι του στενού.
Συγγενικά
- Μουρνιές (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
μουρνιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.