μουρμούρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουρμούρης η μουρμούρα το μουρμούρικο
      γενική του μουρμούρη της μουρμούρας του μουρμούρικου
    αιτιατική τον μουρμούρη τη μουρμούρα το μουρμούρικο
     κλητική μουρμούρη μουρμούρα μουρμούρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουρμούρηδες οι μουρμούρες τα μουρμούρικα
      γενική των μουρμούρηδων των μουρμούρικων
    αιτιατική τους μουρμούρηδες τις μουρμούρες τα μουρμούρικα
     κλητική μουρμούρηδες μουρμούρες μουρμούρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Το θηλυκό σχηματίζει και τον τύπο μουρμούρω.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μουρμούρης < μεσαιωνική ελληνική μουρμούρης

Επίθετο

μουρμούρης, - α, -ικο

  1. αυτός που μουρμουρίζει συνεχώς ή συχνά.
  2. το θηλυκό ως ουσιαστικό:  δείτε τη λέξη  η μουρμούρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.