μουρμούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουρμούρα | οι | μουρμούρες |
| γενική | της | μουρμούρας | — | |
| αιτιατική | τη | μουρμούρα | τις | μουρμούρες |
| κλητική | μουρμούρα | μουρμούρες | ||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μουρμούρα στη νότια Ελλάδα
Ετυμολογία
- μουρμούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουρμούρα < μουρμουρίζω[1]
Ουσιαστικό
μουρμούρα θηλυκό
- ο ήχος χαμηλόφωνης ομιλίας ή συνομιλίας
- (κατ’ επέκταση) το συνεχές και εκνευριστικό χαμηλόφωνο παράπονο
- (ψάρι) είδος ψαριού (Λιθόγναθος ο μόρμυρος , Lithognathus mormyrus)
- ≈ συνώνυμα: βασιλόψαρο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μουρμουρίζω
Σύνθετα
-
μουρμούρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ήχος
|
|
ψάρι
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.