σερβιέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σερβιέτα | οι | σερβιέτες |
| γενική | της | σερβιέτας | των | σερβιετών |
| αιτιατική | τη | σερβιέτα | τις | σερβιέτες |
| κλητική | σερβιέτα | σερβιέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σερβιέτα θηλυκό
- κομμάτι ύφασμα (συνήθως επεξεργασμένο βαμβάκι) που απορροφά το αίμα κατά την διάρκεια της περιόδου μιας γυναίκας
Μεταφράσεις
σερβιέτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
