σερβιέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερβιέτα οι σερβιέτες
      γενική της σερβιέτας των σερβιετών
    αιτιατική τη σερβιέτα τις σερβιέτες
     κλητική σερβιέτα σερβιέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σερβιέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική serviette
δύο σερβιέτες (1)

Ουσιαστικό

σερβιέτα θηλυκό

  • κομμάτι ύφασμα (συνήθως επεξεργασμένο βαμβάκι) που απορροφά το αίμα κατά την διάρκεια της περιόδου μιας γυναίκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.