μουνούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουνούχος οι μουνούχοι
      γενική του μουνούχου των μουνούχων
    αιτιατική τον μουνούχο τους μουνούχους
     κλητική μουνούχε μουνούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουνούχος < μνούχος < βνούχος < αρχαία ελληνική εὐνοῦχος < εὐνή + ἔχω

Ουσιαστικό

μουνούχος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) ο ευνούχος, ο ατσούτσουνος
  2. (λαϊκότροπο) ο τιποτένιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.