μουνουχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μουνουχίζω < μουνούχος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μουνουχίζω | μουνούχιζα | θα μουνουχίζω | να μουνουχίζω | μουνουχίζοντας | |
| β' ενικ. | μουνουχίζεις | μουνούχιζες | θα μουνουχίζεις | να μουνουχίζεις | μουνούχιζε | |
| γ' ενικ. | μουνουχίζει | μουνούχιζε | θα μουνουχίζει | να μουνουχίζει | ||
| α' πληθ. | μουνουχίζουμε | μουνουχίζαμε | θα μουνουχίζουμε | να μουνουχίζουμε | ||
| β' πληθ. | μουνουχίζετε | μουνουχίζατε | θα μουνουχίζετε | να μουνουχίζετε | μουνουχίζετε | |
| γ' πληθ. | μουνουχίζουν(ε) | μουνούχιζαν μουνουχίζαν(ε) |
θα μουνουχίζουν(ε) | να μουνουχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μουνούχισα | θα μουνουχίσω | να μουνουχίσω | μουνουχίσει | ||
| β' ενικ. | μουνούχισες | θα μουνουχίσεις | να μουνουχίσεις | μουνούχισε | ||
| γ' ενικ. | μουνούχισε | θα μουνουχίσει | να μουνουχίσει | |||
| α' πληθ. | μουνουχίσαμε | θα μουνουχίσουμε | να μουνουχίσουμε | |||
| β' πληθ. | μουνουχίσατε | θα μουνουχίσετε | να μουνουχίσετε | μουνουχίστε | ||
| γ' πληθ. | μουνούχισαν μουνουχίσαν(ε) |
θα μουνουχίσουν(ε) | να μουνουχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μουνουχίσει | είχα μουνουχίσει | θα έχω μουνουχίσει | να έχω μουνουχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μουνουχίσει | είχες μουνουχίσει | θα έχεις μουνουχίσει | να έχεις μουνουχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μουνουχίσει | είχε μουνουχίσει | θα έχει μουνουχίσει | να έχει μουνουχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μουνουχίσει | είχαμε μουνουχίσει | θα έχουμε μουνουχίσει | να έχουμε μουνουχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μουνουχίσει | είχατε μουνουχίσει | θα έχετε μουνουχίσει | να έχετε μουνουχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μουνουχίσει | είχαν μουνουχίσει | θα έχουν μουνουχίσει | να έχουν μουνουχίσει |
| |
Μεταφράσεις
μουνουχίζω
|
→ δείτε τη λέξη ευνουχίζω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.