μουνούχισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μουνούχισμα | τα | μουνουχίσματα |
| γενική | του | μουνουχίσματος | των | μουνουχισμάτων |
| αιτιατική | το | μουνούχισμα | τα | μουνουχίσματα |
| κλητική | μουνούχισμα | μουνουχίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουνούχισμα < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μουνούχισμα
|
→ δείτε τη λέξη ευνουχισμός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.