μούγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούγγα οι μούγγες
      γενική της μούγγας
    αιτιατική τη μούγγα τις μούγγες
     κλητική μούγγα μούγγες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούγγα < μουγγός +

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmuŋ.ɡa/

Ουσιαστικό

μούγγα θηλυκό

  1. άλλη μορφή του μουγγαμάρα
  2. (ως προσταγή) σώπα, πάψε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.