μούγγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μούγγα | οι | μούγγες |
| γενική | της | μούγγας | — | |
| αιτιατική | τη | μούγγα | τις | μούγγες |
| κλητική | μούγγα | μούγγες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmuŋ.ɡa/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μουγγός
Μεταφράσεις
μούγγα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.