μογγός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μογγός | τὸ | μογγόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μογγοῦ | τοῦ | μογγοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μογγῷ | τῷ | μογγῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μογγόν | τὸ | μογγόν | ||
| κλητική ὦ! | μογγέ | μογγόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μογγοί | τὰ | μογγᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | μογγῶν | τῶν | μογγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μογγοῖς | τοῖς | μογγοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μογγούς | τὰ | μογγᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | μογγοί | μογγᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μογγώ | τὼ | μογγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μογγοῖν | τοῖν | μογγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
Αναφορές
- λήμμα «μουγγός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μογγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.