μοσχαρίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοσχαρίσιος η μοσχαρίσια το μοσχαρίσιο
      γενική του μοσχαρίσιου της μοσχαρίσιας του μοσχαρίσιου
    αιτιατική τον μοσχαρίσιο τη μοσχαρίσια το μοσχαρίσιο
     κλητική μοσχαρίσιε μοσχαρίσια μοσχαρίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοσχαρίσιοι οι μοσχαρίσιες τα μοσχαρίσια
      γενική των μοσχαρίσιων των μοσχαρίσιων των μοσχαρίσιων
    αιτιατική τους μοσχαρίσιους τις μοσχαρίσιες τα μοσχαρίσια
     κλητική μοσχαρίσιοι μοσχαρίσιες μοσχαρίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μοσχαρίσιο κρέας

Ετυμολογία

μοσχαρίσιος < μοσχάρι + -ίσιος

Επίθετο

μοσχαρίσιος -ια -ιο

  1. που ανήκει στο μοσχάρι
  2. που προέρχεται από το μοσχάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.