μορφοτροπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορφοτροπή | οι | μορφοτροπές |
| γενική | της | μορφοτροπής | των | μορφοτροπών |
| αιτιατική | τη | μορφοτροπή | τις | μορφοτροπές |
| κλητική | μορφοτροπή | μορφοτροπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορφοτροπή < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μορφοτροπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.