μορφοτροπέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μορφοτροπέας οι μορφοτροπείς
      γενική του μορφοτροπέα των μορφοτροπέων
    αιτιατική τον μορφοτροπέα τους μορφοτροπείς
     κλητική μορφοτροπέα μορφοτροπείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μορφοτροπέας < αγγλική transducer

Ουσιαστικό

μορφοτροπέας αρσενικό

  1. μηχανισμός που επιτρέπει τη μετατροπή ενός τύπου ενέργειας σε κάποιον άλλο
    ηλεκτροακουστικοί μορφοτροπείς


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.