transduction

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

transduction (en)

  1. μορφοτροπή, μορφομετατροπή
    • μεταφραστικός μετασχηματισμός σήματος-πληροφορίας (πχ. από φωτόνια στο μάτι σε αντιλήψιμους-κατάλληλους οπτικούς νευρικούς παλμούς)
  2. μεταγωγή, διαμεταγωγή
  3. ενσωμάτωση ιικού DNA (ή τμήματός του)

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
transduction transductions

Ουσιαστικό

transduction (fr) θηλυκό

  1. μορφοτροπή

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.