μονύδριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μονύδριον | τὰ | μονύδριᾰ |
| γενική | τοῦ | μονυδρίου | τῶν | μονυδρίων |
| δοτική | τῷ | μονυδρίῳ | τοῖς | μονυδρίοις |
| αιτιατική | τὸ | μονύδριον | τὰ | μονύδριᾰ |
| κλητική ὦ! | μονύδριον | μονύδριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονυδρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονυδρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονύδριον < μονή + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον
Ουσιαστικό
μονύδριον ουδέτερο
- (θρησκεία) μονύδριο
- Ἀλλ' ἐκεῖνος δόλοις τοιούτοις παρελθὼν τὸ ῾Ρωμαίων στρατόπεδον καὶ πάνυ τοι πόῤῥω γενόμενος περί τι μονύδριον γίνεται τῶν ὑπερορίων, καὶ γνώριμον ἑαυτὸν καταστήσας μόνῳ τῷ τῆς μονῆς ἐπιστάτῃ ὑποζύγια πέντε καὶ θεραπόντων τοσούτους λαμβάνει παρ' αὐτοῦ. (Νικηφόρος Γρηγοράς (13ος-14ος αι. μ.Χ.), Ρωμαϊκή Ιστορία, 1, 113, 24 - 1, 114, 4)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.