μονόγραμμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόγραμμος η μονόγραμμη το μονόγραμμο
      γενική του μονόγραμμου της μονόγραμμης του μονόγραμμου
    αιτιατική τον μονόγραμμο τη μονόγραμμη το μονόγραμμο
     κλητική μονόγραμμε μονόγραμμη μονόγραμμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόγραμμοι οι μονόγραμμες τα μονόγραμμα
      γενική των μονόγραμμων των μονόγραμμων των μονόγραμμων
    αιτιατική τους μονόγραμμους τις μονόγραμμες τα μονόγραμμα
     κλητική μονόγραμμοι μονόγραμμες μονόγραμμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόγραμμος < μονο- + γραμμή + -ός

Επίθετο

μονόγραμμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.