ολιγοψώνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ολιγοψώνιο | τα | ολιγοψώνια |
| γενική | του | ολιγοψωνίου & ολιγοψώνιου |
των | ολιγοψωνίων |
| αιτιατική | το | ολιγοψώνιο | τα | ολιγοψώνια |
| κλητική | ολιγοψώνιο | ολιγοψώνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολιγοψώνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ολιγοψώνιο ουδέτερο
- (οικονομία) μορφή της αγοράς στην οποία μόνο λίγοι αγοραστές ζητούν από πολλούς πωλητές μια υπηρεσία ή ένα προϊόν και επομένως μπορούν να ασκήσουν πίεση στις τιμές ή/και στις συνθήκες προσφοράς εκείνου του αγαθού
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ολιγοψώνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.