μονοχρωματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοχρωματικός η μονοχρωματική το μονοχρωματικό
      γενική του μονοχρωματικού της μονοχρωματικής του μονοχρωματικού
    αιτιατική τον μονοχρωματικό τη μονοχρωματική το μονοχρωματικό
     κλητική μονοχρωματικέ μονοχρωματική μονοχρωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοχρωματικοί οι μονοχρωματικές τα μονοχρωματικά
      γενική των μονοχρωματικών των μονοχρωματικών των μονοχρωματικών
    αιτιατική τους μονοχρωματικούς τις μονοχρωματικές τα μονοχρωματικά
     κλητική μονοχρωματικοί μονοχρωματικές μονοχρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοχρωματικός < μονο- + χρώμα + -ικός

Επίθετο

μονοχρωματικός, -ή, -ό

  1. που αποτελείται από ένα μόνο χρώμα
    μονοχρωματική ακτινοβολία
    μονοχρωματικό έργο
  2. που έχει ζωγραφιστεί με ένα μόνο χρώμα αλλά με διάφορες αποχρώσεις του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.