μονοχρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοχρωματικός | η | μονοχρωματική | το | μονοχρωματικό |
| γενική | του | μονοχρωματικού | της | μονοχρωματικής | του | μονοχρωματικού |
| αιτιατική | τον | μονοχρωματικό | τη | μονοχρωματική | το | μονοχρωματικό |
| κλητική | μονοχρωματικέ | μονοχρωματική | μονοχρωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοχρωματικοί | οι | μονοχρωματικές | τα | μονοχρωματικά |
| γενική | των | μονοχρωματικών | των | μονοχρωματικών | των | μονοχρωματικών |
| αιτιατική | τους | μονοχρωματικούς | τις | μονοχρωματικές | τα | μονοχρωματικά |
| κλητική | μονοχρωματικοί | μονοχρωματικές | μονοχρωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοχρωματικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από ένα μόνο χρώμα
- μονοχρωματική ακτινοβολία
- μονοχρωματικό έργο
- που έχει ζωγραφιστεί με ένα μόνο χρώμα αλλά με διάφορες αποχρώσεις του
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μονόχρωμος, μόνος και χρώμα
Μεταφράσεις
μονοχρωματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.