μονοφυσίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοφυσίτης οι μονοφυσίτες
      γενική του μονοφυσίτη των μονοφυσιτών
    αιτιατική τον μονοφυσίτη τους μονοφυσίτες
     κλητική μονοφυσίτη μονοφυσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοφυσίτης < μεσαιωνική ελληνική Μονοφυσίτης < μονο- + φύσις + ίτης

Ουσιαστικό

μονοφυσίτης αρσενικό (θηλυκό μονοφυσίτισσα)

  • (θρησκεία) αυτός που πιστεύει ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.