μονοφυσίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοφυσίτισσα οι μονοφυσίτισσες
      γενική της μονοφυσίτισσας των μονοφυσιτισσών
    αιτιατική τη μονοφυσίτισσα τις μονοφυσίτισσες
     κλητική μονοφυσίτισσα μονοφυσίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοφυσίτισσα < μονοφυσίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

μονοφυσίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.