μονοσθενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοσθενής | η | μονοσθενής | το | μονοσθενές |
| γενική | του | μονοσθενούς* | της | μονοσθενούς | του | μονοσθενούς |
| αιτιατική | τον | μονοσθενή | τη | μονοσθενή | το | μονοσθενές |
| κλητική | μονοσθενή(ς) | μονοσθενής | μονοσθενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοσθενείς | οι | μονοσθενείς | τα | μονοσθενή |
| γενική | των | μονοσθενών | των | μονοσθενών | των | μονοσθενών |
| αιτιατική | τους | μονοσθενείς | τις | μονοσθενείς | τα | μονοσθενή |
| κλητική | μονοσθενείς | μονοσθενείς | μονοσθενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονοσθενής < μονο- + -σθενής
Επίθετο
μονοσθενής, -ής, -ές
- (χημεία) ρίζα που έχει σθένος ένα, που έχει μόνο ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο και κατά συνέπεια μπορεί να σχηματίσει μόνο ένα χημικό δεσμό με άλλα μόρια ή άτομα
- το υδρογόνο είναι μονοσθενές ενώ το οξυγόνο έχει σθένος 2
Μεταφράσεις
μονοσθενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.