μονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μονισμός | οι | μονισμοί |
| γενική | του | μονισμού | των | μονισμών |
| αιτιατική | τον | μονισμό | τους | μονισμούς |
| κλητική | μονισμέ | μονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monismus < αρχαία ελληνική μόνος
Ουσιαστικό
μονισμός αρσενικό
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
-
μονισμός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.