μοκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοκέτα | οι | μοκέτες |
| γενική | της | μοκέτας | των | μοκετών |
| αιτιατική | τη | μοκέτα | τις | μοκέτες |
| κλητική | μοκέτα | μοκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μοκέτα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_preparation_in_Ohio.jpg.webp)