μοκέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοκέτα οι μοκέτες
      γενική της μοκέτας των μοκετών
    αιτιατική τη μοκέτα τις μοκέτες
     κλητική μοκέτα μοκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοκέτα < ιταλική mochetta < γαλλική moquette
Καθαρισμός μοκέτας.

Ουσιαστικό

μοκέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.