μογγολισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μογγολισμός | οι | μογγολισμοί |
| γενική | του | μογγολισμού | των | μογγολισμών |
| αιτιατική | τον | μογγολισμό | τους | μογγολισμούς |
| κλητική | μογγολισμέ | μογγολισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μογγολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mongolisme < Mongol + -isme < αρχαία ελληνική -ισμός (η ονομασία οφείλεται στην ομοιότητα του προσώπου τους με αυτών των Μογγόλων)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /moŋ.go.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μογ‐γο‐λι‐σμός
Μεταφράσεις
μογγολισμός
|
→ δείτε τη λέξη σύνδρομο Down |
Αναφορές
- μογγολισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.