μογγολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μογγολισμός οι μογγολισμοί
      γενική του μογγολισμού των μογγολισμών
    αιτιατική τον μογγολισμό τους μογγολισμούς
     κλητική μογγολισμέ μογγολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μογγολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mongolisme < Mongol + -isme < αρχαία ελληνική -ισμός (η ονομασία οφείλεται στην ομοιότητα του προσώπου τους με αυτών των Μογγόλων)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /moŋ.go.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μογγολισμός

Ουσιαστικό

μογγολισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.