μνημοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μνημοσύνη οι μνημοσύνες
      γενική της μνημοσύνης των μνημοσυνών
    αιτιατική τη μνημοσύνη τις μνημοσύνες
     κλητική μνημοσύνη μνημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνημοσύνη < αρχαία ελληνική μνημοσύνη

Ουσιαστικό

μνημοσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μνημοσύνη < μνήμων + -σύνη

Ουσιαστικό

μνημοσύνη θηλυκό

  • μναμοσύνα αιολικός τύπος / δωρικός τύπος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.