μνημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μνημοσύνη | οι | μνημοσύνες |
| γενική | της | μνημοσύνης | των | μνημοσυνών |
| αιτιατική | τη | μνημοσύνη | τις | μνημοσύνες |
| κλητική | μνημοσύνη | μνημοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μνημοσύνη < αρχαία ελληνική μνημοσύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μνημοσύνη < μνήμων + -σύνη
- μναμοσύνα αιολικός τύπος / δωρικός τύπος
Πηγές
- μνημοσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνημοσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.