μισοξενία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισοξενία οι μισοξενίες
      γενική της μισοξενίας των μισοξενιών
    αιτιατική τη μισοξενία τις μισοξενίες
     κλητική μισοξενία μισοξενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισοξενία < ελληνιστική κοινή μισοξενία < μισόξενος < αρχαία ελληνική μῖσος + ξένος

Ουσιαστικό

μισοξενία θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.