μισαλλόδοξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισαλλόδοξος η μισαλλόδοξη το μισαλλόδοξο
      γενική του μισαλλόδοξου της μισαλλόδοξης του μισαλλόδοξου
    αιτιατική τον μισαλλόδοξο τη μισαλλόδοξη το μισαλλόδοξο
     κλητική μισαλλόδοξε μισαλλόδοξη μισαλλόδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισαλλόδοξοι οι μισαλλόδοξες τα μισαλλόδοξα
      γενική των μισαλλόδοξων των μισαλλόδοξων των μισαλλόδοξων
    αιτιατική τους μισαλλόδοξους τις μισαλλόδοξες τα μισαλλόδοξα
     κλητική μισαλλόδοξοι μισαλλόδοξες μισαλλόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μισαλλόδοξος < μισ(ώ) + αλλόδοξος (< άλλος + δόξα (γνώμη)) κατά το ελληνιστικό μισόξενος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.saˈlo.ðo.ksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισαλλόδοξος

Επίθετο

μισαλλόδοξος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.