μινιμαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μινιμαλιστής | οι | μινιμαλιστές |
| γενική | του | μινιμαλιστή | των | μινιμαλιστών |
| αιτιατική | τον | μινιμαλιστή | τους | μινιμαλιστές |
| κλητική | μινιμαλιστή | μινιμαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μινιμαλιστής < μινιμαλισμός
Ουσιαστικό
μινιμαλιστής αρσενικό μινιμαλίστρια θηλυκό
- ο οπαδός της θεωρίας του μινιμαλισμού, εκείνος που πιστεύει ότι πρέπει να επιζητείται το ελάχιστο δυνατό, το πιο απέρριτο, το πιο ουσιωδες, το πιο αντικαταναλωτικό ή και πιο αντιεμπορευματικό (στην τέχνη, στον τρόπο ζωής κ.α.)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μινιμαλιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.