μινιμαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μινιμαλίστρια | οι | μινιμαλίστριες |
| γενική | της | μινιμαλίστριας | των | μινιμαλιστριών |
| αιτιατική | τη | μινιμαλίστρια | τις | μινιμαλίστριες |
| κλητική | μινιμαλίστρια | μινιμαλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μινιμαλίστρια < μινιμαλιστής + -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.