αντιεμπορευματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεμπορευματικός η αντιεμπορευματική το αντιεμπορευματικό
      γενική του αντιεμπορευματικού της αντιεμπορευματικής του αντιεμπορευματικού
    αιτιατική τον αντιεμπορευματικό την αντιεμπορευματική το αντιεμπορευματικό
     κλητική αντιεμπορευματικέ αντιεμπορευματική αντιεμπορευματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεμπορευματικοί οι αντιεμπορευματικές τα αντιεμπορευματικά
      γενική των αντιεμπορευματικών των αντιεμπορευματικών των αντιεμπορευματικών
    αιτιατική τους αντιεμπορευματικούς τις αντιεμπορευματικές τα αντιεμπορευματικά
     κλητική αντιεμπορευματικοί αντιεμπορευματικές αντιεμπορευματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

αντιεμπορευματικός < αντί και εμπορευματικός

Επίθετο

αντιεμπορευματικός

  • σχετικό με τον αντιεμπορευματισμό, την τάση να μην ανάγεται το εμπόριο σε αξία ζωής (το αντιεμπορικός μπορεί να σημαίνει και απλά εκείνο που δεν καταναλώνεται ευρέως, που τυχαία δεν έχει απήχηση, ενώ το αντιεμπορευματικός είναι με σαφήνεια εκείνο που σκόπιμα δεν στοχεύει στην εμπορία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.