μικρόφθαλμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόφθαλμος η μικρόφθαλμη το μικρόφθαλμο
      γενική του μικρόφθαλμου της μικρόφθαλμης του μικρόφθαλμου
    αιτιατική τον μικρόφθαλμο τη μικρόφθαλμη το μικρόφθαλμο
     κλητική μικρόφθαλμε μικρόφθαλμη μικρόφθαλμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόφθαλμοι οι μικρόφθαλμες τα μικρόφθαλμα
      γενική των μικρόφθαλμων των μικρόφθαλμων των μικρόφθαλμων
    αιτιατική τους μικρόφθαλμους τις μικρόφθαλμες τα μικρόφθαλμα
     κλητική μικρόφθαλμοι μικρόφθαλμες μικρόφθαλμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μικρόφθαλμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικρόφθαλμος < αρχαία ελληνική μικρός + ὀφθαλμός

Επίθετο

μικρόφθαλμος, -η, -ο

  1. που έχει μικρούς οφθαλμούς
     συνώνυμα: μικρομάτης
  2. (ιατρική) που πάσχει από μικροφθαλμία

Συγγενικά

 δείτε και τις λέξεις μικρός και οφθαλμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.