μικροφάγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μικροφάγα
      γενική των μικροφάγων
    αιτιατική τα μικροφάγα
     κλητική μικροφάγα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροφάγα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microphage < αρχαία ελληνική μικρός + ἔφαγον

Ουσιαστικό

μικροφάγα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.