μικροσυμφέρον

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροσυμφέρον τα μικροσυμφέροντα
      γενική του μικροσυμφέροντος των μικροσυμφερόντων
    αιτιατική το μικροσυμφέρον τα μικροσυμφέροντα
     κλητική μικροσυμφέρον μικροσυμφέροντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροσυμφέρον < μικρο- + συμφέρον

Ουσιαστικό

μικροσυμφέρον ουδέτερο

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.