μικροσκελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροσκελής η μικροσκελής το μικροσκελές
      γενική του μικροσκελούς* της μικροσκελούς του μικροσκελούς
    αιτιατική τον μικροσκελή τη μικροσκελή το μικροσκελές
     κλητική μικροσκελή(ς) μικροσκελής μικροσκελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροσκελείς οι μικροσκελείς τα μικροσκελή
      γενική των μικροσκελών των μικροσκελών των μικροσκελών
    αιτιατική τους μικροσκελείς τις μικροσκελείς τα μικροσκελή
     κλητική μικροσκελείς μικροσκελείς μικροσκελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μικροσκελής < αρχαία ελληνική μικροσκελής < μικρός + σκέλος

Επίθετο

μικροσκελής

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.