μικροπολιτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπολιτική οι μικροπολιτικές
      γενική της μικροπολιτικής των μικροπολιτικών
    αιτιατική τη μικροπολιτική τις μικροπολιτικές
     κλητική μικροπολιτική μικροπολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπολιτική οι μικροπολιτικές
      γενική της μικροπολιτικής των μικροπολιτικών
    αιτιατική τη μικροπολιτική τις μικροπολιτικές
     κλητική μικροπολιτική μικροπολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μικροπολιτική < μικρο- + πολιτική

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.kɾo.po.li.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μικροπολιτική
ομόηχο: μικροπολιτικοί

Ουσιαστικό

μικροπολιτική θηλυκό

  • (πολιτική, μειωτικό) άσκηση πολιτικής χωρίς ευρείς στόχους (κοντόθωρη,μικρόπνοη), με σκοπό το στενό κέρδος (λ.χ. προσωπικό, οικογενειακό, κομματικό)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μικροπολιτική

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.