κοντόθωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοντόθωρος | η | κοντόθωρη | το | κοντόθωρο |
| γενική | του | κοντόθωρου | της | κοντόθωρης | του | κοντόθωρου |
| αιτιατική | τον | κοντόθωρο | την | κοντόθωρη | το | κοντόθωρο |
| κλητική | κοντόθωρε | κοντόθωρη | κοντόθωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοντόθωροι | οι | κοντόθωρες | τα | κοντόθωρα |
| γενική | των | κοντόθωρων | των | κοντόθωρων | των | κοντόθωρων |
| αιτιατική | τους | κοντόθωρους | τις | κοντόθωρες | τα | κοντόθωρα |
| κλητική | κοντόθωροι | κοντόθωρες | κοντόθωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /konˈdo.θo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντό‐θω‐ρος
Επίθετο
κοντόθωρος, -η, -ο
Παράγωγα
- κοντόθωρα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
κοντόθωρος
|
→ δείτε τις λέξεις κοντόφθαλμος και μύωπας |
Αναφορές
- κοντόθωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.