κοντόθωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντόθωρος η κοντόθωρη το κοντόθωρο
      γενική του κοντόθωρου της κοντόθωρης του κοντόθωρου
    αιτιατική τον κοντόθωρο την κοντόθωρη το κοντόθωρο
     κλητική κοντόθωρε κοντόθωρη κοντόθωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντόθωροι οι κοντόθωρες τα κοντόθωρα
      γενική των κοντόθωρων των κοντόθωρων των κοντόθωρων
    αιτιατική τους κοντόθωρους τις κοντόθωρες τα κοντόθωρα
     κλητική κοντόθωροι κοντόθωρες κοντόθωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοντόθωρος < (κοντά) κοντό- + *θώρ(α) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /konˈdo.θo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοντόθωρος

Επίθετο

κοντόθωρος, -η, -ο

  1. (οικείο) πρόσωπο με περιορισμένη νόηση ή διαίσθηση [1]
     συνώνυμα: κοντόφθαλμος, στενόμυαλος
  2. (σπάνιο) μύωπας [2]

Παράγωγα

  • κοντόθωρα (επίρρημα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κοντόθωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.