μικροκύκλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροκύκλωμα τα μικροκυκλώματα
      γενική του μικροκυκλώματος των μικροκυκλωμάτων
    αιτιατική το μικροκύκλωμα τα μικροκυκλώματα
     κλητική μικροκύκλωμα μικροκυκλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροκύκλωμα < μικρο- + κύκλωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microcircuit)

Ουσιαστικό

μικροκύκλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.